Υπάρχουν δύο τρόποι να σιτισθεί ένας ασθενής που έχει γαστροστομία:
- Χορήγηση θρεπτικών συστατικών μέσω σύριγγας σε δόσεις (4-5 ή περισσότερα) μικρά γεύματα κατά τη διάρκεια της ημέρας.
- Με βαρύτητα, όπου το θερπτικό διάλυμα χορηγείται στάγδην όπως ο ορός.
Αν και η πρώτη μέθοδος είναι πιο συνηθισμένη, η δεύτερη έχει κάποιες ενδείξεις και κάποια πλεονεκτήματα, που αξίζει να σημειωθούν:
- Έχει απόλυτη ένδειξη σε ασθενείς που φέρουν νηστιδικό ή γαστρονηστιδικό καθετήρα σίτησης (κατ’ ευθείαν στο λεπτό έντερο), παρακάπτοντας το στομάχι. Σε αυτές τις περιπτώσεις το έντερο δεν πρέπει να δέχεται απότομες ποσότητες δόσεων τροφής, καθώς υπάρχει το ενδεχόμενο δυσλειτουργιών, η κυριότερη από τις οποίες είναι η διάρροια. Γι αυτό το δίνουμε στάγδην με ελεγχόμενο ρυθμό, είτε με αντλία (που είναι προτιμότερο και ευκολότερο όταν αυτή είναι διαθέσιμη), είτε από ασκό που στάζει με τη βαρύτητα, όπως ο ορός. Όταν χορηγείται το διάλυμα με τη βαρύτητα, υπάρχουν κάποιες απλές διαδικασίες στις οποίες εκπαιδεύεται το οικείο περιβάλλον του ασθενούς, αμέσως μετά την τοποθέτηση του καθετήρα.
- Αποφεύγεται η απότομη χορήγηση αξιόλογου όγκου τροφής στο στομάχι και έτσι διευκολύνεται η περισταλτικότητα και η κένωση του στομάχου, μειώνοντας ταυτόχρονα την πιθανότητα γαστροοισοφαγικής παλλινδρόμησης.
- Είναι πιο ομαλή η απορρόφηση της γλυκόζης, με συνέπεια τη μείωση του γλυκαιμικού φορτίου και των γλυκαιμιών (αύξηση του σακχάρου).
Σχετικά με το είδος της τροφής που θα πρέπει να λαμβάνει ο ασθενής με γαστροστομια, αξίζει να έχουμε υπ’ όψιν μας τα εξής:
Όταν προσλαμβάνουμε τροφές φυσιολογικά από το στόμα, μια πολύ σημαντική παράμετρος όχι μόνο για την επιβίωση, αλλά και για την απόλαυση της ζωής, είναι η γεύση. Κατά κανόνα στις κοινωνίες μας η ευχάριστη γεύση προέρχεται από συστατικά τροφών που έχουν αποδειχθεί ότι είναι επιβλαβή για την υγεία μας, όπως το αλάτι, τα καρυκεύματα και τα κεκορεσμένα λίπη. Στο βωμό της γεύσης όμως κάνουμε κάποιες συνθηκολογήσεις στο θέμα της υγείας και προσθέτουμε τέτοιες ουσίες, είτε ως πρώτες ύλες (ζωικό λίπος, κρέμα γάλακτος), είτε με τη μέθοδο του μαγειρεύματος (τηγάνισμα). Όσο πιο ανθυγιεινό είναι ένα φαγητό, συχνά είναι και το ίδιο πιο νόστιμο, ενώ αν θέλουμε να το κάνουμε νόστιμο, μια εύκολη μέθοδος είναι να το κάνουμε πιο ανθυγιεινό.
Όταν όμως χορηγούμε σε έναν ασθενή θρεπτικά υλικά μέσα από οποιοδήποτε σωλήνα παρακάμπτοντας τη γλώσσα του και τον οσφρητικό του βλεννογόνο (που είναι υπεύθυνος για όλες τις άλλες γεύσεις εκτός από το γλυκό, το πικρό, το αλμυρό και το ξυνό), δεν μας ενδιαφέρει καθόλου η γεύση, άρα είναι ανώφελο να κάνουμε το φαγητό του ανθυγιεινό. Έχουμε την πολυτέλεια να το κάνουμε τέλεια υγιεινό, αδιαφορώντας αν η γεύση θα είναι μέτρια ή μονότονη. Έτσι διάφορες φαρμακευτικές εταιρείες έχουν παρασκευάσει θρεπτικά διαλύματα που, εκτός του ότι περιέχουν όλα τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά που έχει ανάγκη ένας άνθρωπος για να ζήσει (λευκώματα, λίπη, υδατάνθρακες, βιταμίνες, ιχνοστοιχεία, μέταλλα) τα περιέχουν και στις σωστές αναλογίεςπου χρειάζεται ένας ενήλικας.
Επί πλέον, είναι δυστυχώς γνωστό πως τα περισσότερα τρόφιμα που καταναλώνουμε σήμερα είναι σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό επιβαρυμένα με ζωικές ορμόνες (κρέας), μεγάλες ποσότητες αντιβιοτικών (μέλι), καρκινογόνα φυτοφάρμακα (όλα τα οπωροκηπευτικά αλλά κυρίως οι βολβοί όπως η πατάτα, το καρότο, το παντζάρι), ακόμη και ραδιενεργά ή επικίνδυνα χημικά απόβλητα (ψάρια). Αντίθετα τα θρεπτικά διαλύματα που παρασκευάζουν φαρμακευτικές εταιρείες, είναι χημικά επιβεβαιωμένο και συνεχώς ελεγχόμενο, ότι δεν έχουν ούτε ίχνος από τέτοιες επιβλαβείς ουσίες. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι θα πρέπει όλοι μας να τρεφόμαστε με τέτοια διαλύματα. Όμως ξέρουμε πως όταν τα χορηγούμε σε κάποιον ασθενή που σιτίζεται μέσω σωλήνα, έχουμε και αυτό το πλεονέκτημα.
Τέλος τα διαλύματα εντερικής σίτισης παρέχονται 100% δωρεάν από τον ΕΟΠΥΥ.
ΗΛΙΑΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ