Ορισμός της αφυδατωσης.
Το νερό του σώματος κυμαίνεται από 50-70% του σωματικού βάρους, μειούμενο αυξανομένης της ηλικίας, καθώς αντικαθίσταται από λιπώδη ιστό. Τα 10/14 του νερού του σώματος είναι ενδοκυττάριο, το υπόλοιπο είναι εξωκυττάριο, εκ του οποίου τα 3/14 διάμεσο και το 1/14 ενδαγγειακό.
Το νερό μετακινείται ελεύθερα παθητικά ανάμεσα σε όλους τους χώρους προς εξισορρόπηση των οσμωτικών πιέσεων.
Αφυδατωση είναι η μείωση του ολικού νερού του σώματος.
Κλινικά κριτήρια
Η σπαργή του δέρματος του αφυδατωμένου ασθενούς είναι μειωμένη.
Το δέρμα αίρεται σε πτυχή και στέκεται, δίνοντας την εντύπωση ζύμης. Κατά προτίμηση εξετάζουμε το δέρμα σε περιοχές που δεν επηρεάζονται τόσο πολύ από το γήρας (κοιλιά, θώρακας).
Η ξηρότητα των βλεννογόνων. Το κριτήριο μπορεί να είναι παραπλανητικό σε ασθενείς που αναπνέουν από το στόμα.
Η ενδοφθάλμια πίεση. Ελέγχεται αδρά με πίεση των δακτύλων του εξεταστού, πάνω στους κερατοειδείς του εξεταζομένου (πάνω από τα βλέφαρα). Όταν η ενδοφλθάλμια πίεση είναι μειωμένη (ένδειξη αφυδατωσης), οι κερατοειδείς ενδίδουν στην εξωτερική άσκηση πίεσης. Μέχρι να αποκτήσει αρκετή πείρα ο εξεταστής, είναι χρήσιμο να κάνει σύγκριση με τους δικούς του κερατοειδείς.
Εργαστηριακά κριτήρια
Η ωσμωτική πίεση του αίματος παραμένει φυσιολογικά σταθερή στιςι 290 mosm/L με με ελάχιστες διακυμάνσεις (όχι μεγαλύτερες του 5%). Η οσμωτική πίεση στην τελική εξισορρόπηση είναι ίδια σε όλα τα διαμερίσματα. Αύξηση της ωσμωτικής πίεσης του αίματος είναι ισχυρή ένδειξη αφυδατωσης.
Η μέτρηση γίνεται με εξαιρετική ακρίβεια με τη χρήση οσμόμετρου. Το οσμόμετρο βασίζεται στη μέθοδο της κρυοπηξίας (όσο πιο πυκνό είναι ένα διάλυμα τόσο πιο γρήγορα παγώνει). Ελλείψει όμως οσμόμετρου μπορεί να υπολογισθεί με προσέγγιση περίπου 10% από τις οσμωτικά δρώσες ουσίες, που είναι οι ηλεκτρολύτες το σάκχαρο και η ουρία.
Για τη μέτρηση της ΩΠ χρησιμοποιούμε τις τιμές του Κ και του Να που είναι τα συνήθως μετρούμενα κατιόντα. Τα υπόλοιπα μη μετρούμενα κατιόντα επηρρεάζουν ελάχιστα την ωσμωτική πίεση και γι αυτό δεν τα υπολογίζουμε. Το σύνολο των κατιόντων ισούται με το σύνολο των ανιόντων, άρα πολλαπλασιάζοντας τα κατιόντα επί δύο βρίσκουμε το σύνολο των ιόντων.
Το μοριακό διάλυμα, δηλαδή διάλυμα ενός mEq (το μοριακό βάρος διά 1000) μιας οσμωτικά δρώσης ουσίας, ασκεί πίεση μιας χιλιοστοοσμόλης (mOsm).
Συνεπώς ένα χιλιοστοισοδύναμο (mEq) Να και Κ ασκούν οσμωτική πίεση 1 mOsm και πολλαπλασιάζοντάς τα επί δύο ( για να συνυπολογίσουμε και τα ανιόντα που είναι άλλα τόσα) παίρνουμε τη συνολική οσμωτική πίεση που ασκούν οι ηλεκτρολύτες.
Το μοριακό βάρος της γλυκόζης είναι 180 και της ουρίας 28.
Το BUN είναι το blood urea nitrogen δηλαδή το άζωτο της ουρίας.
Το BLOOD UREA είναι το άζωτο των αζωτούχων ουσιών του σώματος, στα οποία περιλαμβάνεται και η ουρία και είναι περίπου το διπλασιο του BUN. Επομένως:
ΩΠ = διπλάσιο του αθροίσματος Κ και ΝΑ σε mEq συν γλυκόζη διά 18 (αν είναι mg% ή διά 180 αν είναι gr τοις χιλίοις) και ουρία διά 5,5 αν είναι blood urea ή διά 2,8 αν είναι BUN.
Οι διαιρέσεις της γλυκόζης και της ουρίας με τα ειδικά τους βάρη, γίνεται για να μετατραπούν και αυτών οι τιμές από mg σε mEq.
Μεγάλη απόκλιση της υπολογιζομένης ΩΠ από την πραγματική παρατηρείται αν ο ασθενής έχει πάρει ωσμωτικά δρώσες ουσίες, επί παραπρωτεϊναιμίας και απρόσφορης έκκρισης ADH.
Από την οσμωτική πίεση του αίματος, μπορούμε να υπολογίζουμε το βαθμό της αφυδάτωσης σε έναν άρρωστο ως εξής:
Αφαιρούμε την ιδανική (290) από την ΩΠ που βρίσκουμε. Η διαφορά εκφράζει την επί πλέον ωσμωτικότητα.
Πολλαπλασιάζουμε τη διαφορά επί το 60% του σωματικού του βάρους, που είναι η ιδανική ποσότητα νερού που θα έπρεπε να έχει. Το γινόμενο αυτό εκφράζει τις χιλιοστοοσμώλες που του περισσεύουν και πρέπει να αραιωθεούν με τόσο νερό, ώστε να φθάσουμε στην τιμή των 290 που είναι το φυσιολογικκό.
Διαιρούμε τις επί πλέον χοσμώλες που βρήκαμε διά του 290 και βρίσκουμε τον όγκο του νερού που χρειάζεται γι αυτήτην αραίωση.
Θεραπευτική αντιμετώπιση
Η διόρθωση της αφυδατωσης επείγει! Αν σε έναν άρρωστο περισσεύουν 2000 χιλιοστοωσμώλες (mOsm), τα κύτταρα είναι σαν να δέχονται πιέσεις πάνω από 40 ατμόσφαιρες, συμπεριλαμβανομένων και των νευρικών, που είναι πιο ευαίσθητα. Αν ο άρρωστος διατηρεί φυσιολογική πίεση, δίνουμε σακχαρούχο διάλυμα 5% γρήγορα. Ο μέγιστος ρυθμός χορήγησης είναι ένα λίτρο την ώρα. Καιόμενο το σάκχαρο επιτρέπει την ελεύθερη διακίνηση του νερού και συνεπώς την ενυδατωση όλων των διαμερισμάτωντου σώματος. Μόνο το 1/14 του νερού αυτού μένει στον ενδαγγειακό χώρο, γι αυτό δεν υπάρχει κίνδυνος να προκαλέσουμε πνευμονικό οίδημα χορηγώντας σακχαρούχο διάλυμα. Αν έχει πέσει η πίεση αρχίζουμε με φυσιολογικό ορό και παρακολουθούμε στενά την ΑΠ. Συνεχίζουμε με σακχαρούχο διάλυμα για όλη την υπόλοιπη ποσότητα.
ΗΛΙΑΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ